La vie est belle a Paris

La vie est belle a Paris

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Ομορφιές της ζωής, θησαυροί στη μαυρίλα

Κυκλοθυμική ή όχι αποφάσισα να προσπαθήσω λίγο ακόμα. Να δώσω στο γκρίζο λίγο χρώμα, κατά προτίμηση κόκκινο. Να κάνω τη νερόβραστη σούπα λαχταριστό χοιρινό κρετάκι ψημένο για δώδεκα ώρες στη λαδόκολλα. "Μείνε προσκολλημένη στις θετικές πλευρές της διαμορφωμένης  σου ζωής στην Αθήνα" με συμβουλεύουν αγαπημένοι μου άνθρωποι. Συνήθειες που με κάνουν να αγαπώ την καθημερινότητα μου. Αυτές θα με κρατήσουν εδώ. Τουλάχιστον προς το παρόν. Συνήθειες και πρόσωπα. Μέρη που συχνάζω αλλά και που δε συχνάζω και ανακαλύπτω στην πορεία, ποτά που πίνω και μου γεμίζουν τον ουρανίσκο γεύσεις, χαμόγελα που δε χορταίνω να βλέπω.
Ενας λόγος να αγαπώ την καθημερινότητα μου είναι οι βόλτες του Σαββάτου στο κέντρο. Μοιάζουν με παπαρούνα, μυρίζουν εσπρέσσο και βιενέζικη μηλόπιτα. Επίσης, ξεκουράζομαι να μαγειρεύω. Είναι το αγαπημένο μου χόμπι. Είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να φανταστώ όταν η πίεση είναι μεγάλη. Και αν μοιραζόμαστε τις βραδειές με καλούς φίλους, ακόμα καλύτερα! Kαι επειδή πάντα είμαι αυθόρμητη, ακόμα και στο λόγο μου, θα σας δώσω και τη συνταγή για το αγαπημένο μου μεξικάνικο το οποίο είναι πανεύκολο και σκέφτομαι να το κάνω για φίλους το προσεχές Σάββατο.




Συνταγή για 4 άτομα:
2 πακέτα φιλέτα μπούτι κοτόπουλο.
1 πακέτο τυρί cheddar
1 μικρό κρεμμύδι
Χρωματιστές πιπεριές
Λίγο ταμπάσκο
Γιαούρτι στραγγιστό
Μαρούλι-2 Ντομάτες κομμένες καρεδάκια
Βασιλικό
Κρασί
Σάλτσα έτοιμη μεξικάνικου (σε βαζάκι με πράσινο καπάκι)
Πίτες μεξικάνικες

Παίρνουμε το καλό μας γουωκ και βάζουμε λίγο λαδάκι. Κόβουμε τα φιλέτα μας κομμάτια μικρά ενώ τα τσιγαρίζουμε με το κρεμμύδι μας, το οποίο έχουμε κόψει μικρά τετραγωνάκια, και τις νόστιμες μας πικάντικες πιπεριές . Αρχικά έχουμε δυνατή φωτιά, μέχρι να πάρει χρώμα το λαχταριστό μας κοτόπουλο. Σβήνουμε με ένα ποτήρι λευκό ξηρό κρασί. Μόλις το πιει, το κατεβάζουμε στη χαμηλή φωτιά. Με το πιο δυνατό στο 10, εγώ το βάζω στο 3-4. Αλατοπιπερώνω με φρέσκο αλάτι και φρέσκο πιπέρι ταυτόχρονα. Το κοτοπουλάκι μας, ζουμερό λαχταριστό (γι αυτό και προτιμώ το φιλέτο μπούτι), θέλει γύρω στο τέταρτο για να ετοιμαστεί. Οταν θα είναι σχεδόν έτοιμο και κοντά στο τελείωμα του, πασπαλίζουμε με ξερό βασιλικό, ρίγανη, δύο σταγόνες ταμπάσκο ενώ ρίχνουμε και την έτοιμη σάλτσα .  Ανακατεύουμε καλά και αφήνουμε για 2-3 λεπτά σε σιγανή φωτιά. Τέλος τρίβουμε και το cheddar και γίνεται ένα μίγμα τρις λαχταριστό. Τώρα έφτασε το στάδιο που θα ετοιμάσουμε τις πίτες μας τις μεξικάνικες. Παίρνουμε πίτα πίτα, τη βρέχουμε λίγο, τη ζεσταίνουμε σε τηγάνι και από τις δύο πλευρές. Ετοιμη! Απλώνουμε το στραγγιστό μας γιαουρτάκι, βάζουμε λίγο μαρούλι και δροσερή ντοματούλα, το κοτόπουλο κατά μήκος και τυλίγουμε! Μιαμ μιαμ and rock and roll. Συνοδεύουμε με ρύζι ή τάκος! Εγώ πίνω μαζί λευκό ημίγλυκο αφρώδες κρασί. Εσείς ό,τι θέλετε! Γιατί όχι και μία ωραία μαργαρίτα φράουλα; Αν τέλος θέλετε να κάνετε ολοκληρωμένη βραδειά μεχικάνικη, κάντε ένα υπέροχο μεξικάνικο επιδόρπιο. Λέγεται γλυκό των τριών γαλάτων (tres leches). Το αποτέλεσμα είναι κάτι σαν κρεμώδες κέηκ. Ακολουθεί συνταγή όπως ακριβώς αντιγράφηκε από το site http://www.sintagespareas.gr/


"Τι χρειαζόμαστε:

Για το κέικ:
1 κούπα βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου
1 1/2 κούπες ζάχαρη κοινή
7 αυγά χωρισμένα, σε θερμοκρασία δωματίου
2 1/2 κούπες αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
1 1/2 κουταλάκι του γλυκού baking powder
3 βανίλιες ή όσες θέλετε
1 κούπα γάλα σε θερμοκρασία δωματίου
λίγες σταγόνες λεμόνι
κρέμα γάλακτος χτυπημένη σε σαντιγί (προαιρετικά)



Για το σιρόπι-σάλτσα:
1/2 κούπα γάλα εβαπορέ αδιάλυτο
1/2 κούπα κρέμα γάλακτος (μπορείτε και light)
1/2 κούπα μαρμελάδα γάλακτος"


Γενικότερα η ζωή με τις γεύσεις της είναι σαφώς ομορφότερη. Και τώρα που περνάω ενα πρόβλημα υγείας, η ζωή χωρίς λιχουδιές είναι μαύρη και άραχνη. Ο έρωτας, η αγάπη και το φαγητό είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να μου συμβεί. Εικόνες από τα παρακάτω που μπορεί να μου κάνουν τη διάθεση υπέροχη είναι οι εξής:





Λουλούδια γιατί τα αγαπάω και το σπίτι μου είναι γεμάτο με γλαστράκια όλων των χρωμάτων. Εχω ειδική αγάπη στις τουλίπες, θέλουν ιδιαίτερη προσοχή και αυτό με κάνει να τις αγαπώ ιδιαίτερα.



Μουσική γιατί αρέσει στα αυτιά μου. Ειδικά αν αυτή λέγεται jazz ή punk rock.





Moυ αρέσουν του κόσμου τα γλυκά (όχι όμως του κουταλιού). Εχω αδυναμία στη λευκή σοκολάτα και μου αρέσει που δεν αρέσει σε πολύ κόσμο, αρέσει σε μένααα!


Δε χαίρομαι ποτέ με τα πολλά υλικά αγαθά. Ρούχα και μόδες και άλλες γυναικείες χαζομάρες με αφήνουν εντελώς αδιάφορη. Χαίρομαι με τις αισθήσεις στο έπακρο. ομορφες εικόνες, όμορφες μυρωδιές, γεύσεις, παρέα με καλούς ανθρώπους. Καλοί είναι αυτοί που κάνουν αστεία, που υπερασπίζονται τα πιστεύω τους, αποκλείοντας ακραίες ρατσιστικές , φασιστικές απόψεις. Οσοι έχουν τέτοιες θέλω να καλέσω αμεσα την αστυνομία του MIAMI και ειδικότερα εκείνο το ίνδαλμα, τον Dexter να τους αναλάβει. Αδερφοσύνη, συντροφικότητα, μαχητικότητα και πολλά πιοτά μόλις συνέλθω μας εύχομαι. Bisous a tous!


Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Κι αν φύγω;*

Χρόνια Πολλά και Καλή χρονιά αγαπημένοι μπλογκοφίλοι μου. Δίνω ευχές με δυσπιστία προς τον εαυτό μου, με δυσπιστία προς το μέλλον. Με το ένα πόδι εδώ στην υποτιθέμενη “πατρίδα” και με το άλλο (και όχι μόνο με το πόδι αλλά και με το μυαλό) ήδη μεταναστεύω . Μεταναστεύω σε χώρες όχι τόσο μακρινές γεωγραφικά αλλά μακράν καλύτερες από τη δική μας. Αν και δεν είναι πια δική μας. Την αφήσαμε στην τύχη και στα χέρια ανίκανων χιλιάδων συμπλεγματικών ανθρώπων (και φυσικά θα ήμουν γραφική να χαρακτηρίζω ως τέτοιους μόνο τους πολιτικούς), την αφήσαμε στα χέρια φοροφυγάδων και κουτοπόνηρων ανθρωπάκων.


Αφορμή για την ανάρτηση αυτή, στάθηκε ένα παλιό τεύχος του Έψιλον που ξαναδιάβαζα τις προάλλες για να κοιμηθώ και συγκεκριμένα ένα πολύ ωραίο άρθρο της Ντίνας Δασκαλοπούλου με τίτλο « Κι αν φύγουν;». Ηταν γραμμένο στις 17 Οκτωβρίου του 2010. Τότε που θεωρούσαμε ότι βιώναμε τη χειρότερη μορφή της κρίσης και η σημερινή κατάσταση φαινόταν μόνο κινδυνολογία. Μιλά, εκτός των άλλων, για τη θετικότατη συμβολή των μεταναστών στην ελληνική οικονομία « Η Ελλάδα γερνάει και οι μετανάστες φέρνουν νιάτα. Το 80% των μεταναστών βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία (15-64), σε αντίθεση με το 68% των Ελλήνων, ενώ το ποσοστό εκείνων που εργάζονται φτάνει το 94%. Η ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας σήμαινε όχι μόνο περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και περισσότερα φορολογικά έσοδα. Για παράδειγμα, το συνολικό ποσό των ασφαλιστικών εισφορών και του φόρου εισοδήματος που πλήρωσαν τα νοικοκυριά των μεταναστών το 2004 ήταν 488.000.000 ευρώ».

Με σπινθήρα λοιπόν εκκίνησης τα ανώτερα, προβληματίστηκα και συνάμα ονειρεύτηκα. Προβληματίστηκα διότι η χώρα πλέον δεν είναι αφιλόξενη μόνο για τους μετανάστες που στη ζωή τους μόνο βουνό προβλήματα έχουν αντιμετωπίσει , που η ζωή τους με 100 ευρώ το μήνα θεωρείται πλουσιοπάροχη, που περίθαλψη ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δε φαντάζονταν να έχουν, που το λεωφορείο Κολωνός- Πέραμα είναι μέσο πολυτέλειας. Η χώρα είναι αφιλόξενη και για εμένα και εσένα. Που μεγαλώσαμε σε σπίτι με θέρμανση και κρέας, με ζεστό νερό στο μπάνιο και δύο παπλώματα στα μεγάλα κρύα. Που μάθαμε στο χαρτζιλίκι της μητέρας και του πατέρα για μία μπύρα και ένα σουβλάκι. Η χώρα γίνεται μαμά ψυχρή, αφιλόξενη για τα παιδιά της. Τα ενηλικίωσε κακήν κακώς, τα αφήνει ξυπόλητα και τα διαολοστέλνει. Μετανάστες και Ελληνες. Ελληνες μετανάστες και το ουσιαστικό γίνεται σαν επιθετικός προσδιορισμός. Και καμία αξία δεν έχει η εθνικότητα. Καμία σημασία η ιθαγένεια. Ισως και να αποτελεί και τροχοπέδη για τη νέα γενιά μεταναστών. Και όπως έχω αναφέρει και σε παλαιότερη ανάρτηση, (βλέπε εδώ) η μόρφωση που λάβαμε εμείς, τα παιδιά των παιδιών της γενιάς του Πολυτεχνείου, είναι αυτή που μας εφοδιάζει με πλούτο και χωρίς φόβο με μπαγκάζια γεμάτα για να ζήσουμε εκεί που θα επιλέξουμε εμείς πως οι κόποι αναγνωρίζονται. Πως εργάζεσαι και δεν είσαι ευγνώμων στον εργοδότη που σου δίνει ψωμί αλλά είναι μία σχέση ανάδρομη. Διότι κι εκείνος θα είναι ευγνώμων γιατί είσαι ανθρώπινος πόρος, παραγωγικός και θετικός. Και για να μην παρεξηγούμαι. Δε μιλώ για τη δική μου εργασία αλλά για το σύνολο. Είμαι από τους ευνοημένους που έχω τη χαρά να δουλεύω σε μία εταιρία αξιοπρεπή με τα επιδόματα της και με όλα της. Εξαίρεση θεωρείται. Εξαίρεση το αυτονόητο;! Δεν απογοητεύομαι. Παίρνω δύναμη. Γι αυτό και νιώθω και αντιφατικά. Η απογοήτευση για τη ζωή εδώ γεννά όνειρα. Γεμίζει δύναμη και κίνητρο.

Η κρίση είναι παντού. Φυσικά. Αλλά εκεί που υπάρχουν υποδομές και οι άνθρωποι δε βιώνουν κάτω από συμπλεγματικές σκιές, τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Τρανό παράδειγμα αποτελεί το αγαπημένο μου παραμύθι «Τα τρία γουρουνάκια». Τα αχυρένια σπιτάκια εξανεμίζονται με το φύσημα του κακού λύκου. Τα σπίτια με τα τούβλα είναι σαφώς πιο ανθεκτικά. Και επειδή περισσότερο με χαρακτηρίζει το συναίσθημα και όχι η λογική (αν και εδώ και τα δύο συνηγορούν προς τη φυγή στο εξωτερικό), η ζωή εκεί μυρίζει γιασεμί. Και το πρωί ξυπνάς να πας στη δουλειά και σταματάς στο Coquelicot και παίρνεις την πιο ωραία φοκάτσα. Και το πιο νόστιμο smoothie μπανάνας, ροδάκινου. Και το βραδάκι στη σκοτεινιά της βόρειας Ευρώπης, κόκκινα ψηλόλιγνα κεριά, ζεστό φαγητό φούρνου και μουσική θα μου κρατούν την καλύτερη συντροφιά. Δε θα νιώθω άγχος αν αρρωστήσω, ούτε για τη σακατεμένη μοίρα της περίθαλψης μου . Δε θα διστάζω να πάω σε δημόσια υπηρεσία υπό το φόβο της αποθαρρυντικής και εγκληματικής αδιαφορίας. Και όχι. Δε με ενοχλεί το κρύο. Με ενοχλεί η απαξίωση της ανθρωπιάς. Ελληνικό φαινόμενο. Κατηγορώ και τον εαυτό μου. Που δε διαμαρτυρήθηκα όταν δε μου έκοψε απόδειξη για να με δει ο πανάκριβος ΩΡΛ. Για να μου κάνει έκπτωση ο απατεώνας. Και εγώ, η ταπεινή baby sitter το δέχτηκα αδιαμαρτύρητα λόγω του πενιχρού εισοδήματος μου. Ντρεπόμουν μετά για λογαριασμό του αλλά περισσότερο για δικό μου. Δεν το είπα σε κανένα. Ντρεπόμουν.

Μακρόσυρτο κείμενο αλλά δεν έχετε παράπονο. Είχατε καιρό να ακούσετε το λόγο μου. Σας φιλώ ζεστά. Και καλό κουράγιο. Η κατάθλιψη προσμένει επικίνδυνα, αντισταθείτε σθεναρά. Οι πωλήσεις των Risperdal και άλλων σκευασμάτων αυξάνονται δραματικά και κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους. Αγάπη, σύνεση, σωφροσύνη σύντροφοι. Φιλιά!

*Τίτλος εμπνευσμένος από το άρθρο της Ν. Δασκαλοπούλου στο Εψιλον, στις 17.10.10